- ἐξέγλυψαν
- ἐκγλύφωscoop outaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκγλύφω — (AM ἐκγλύφω) καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα μσν. φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» τού έβγαλαν τα μάτια) αρχ. εκκολάπτω, ξεπουλιάζω … Dictionary of Greek